- κωλοσέρνω
- κωλοσούρν||ω μετ.1) тащить волоком, волочить за собой; 2) притащить силой (кого-л.);
κωλοσέρνομαι — еле таскать ноги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κωλοσέρνομαι — еле таскать ноги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κωλοσέρνω — και κωλοσύρνω και κωλοσούρνω κωλόσυρα και κωλόσουρα, κωλοσύρθηκα και κωλοσούρθηκα, κωλοσυρμένος και κωλοσουρμένος 1. σέρνω κάποιον πάνω στα πισινά του, που δυστροπεί να με ακολουθήσει. 2. το μέσο, κωλοσέρνομαι σημαίνει ότι βαδίζω με μεγάλη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωλοσέρνω — (Μ κωλοσέρνω και κωλοσύρνω) σέρνω πίσω μου, σέρνω στο έδαφος νεοελλ. μέσ. κωλοσέρνομαι μετατοπίζομαι ή μετακινούμαι με δυσκολία («κωλοσέρνεται ο φουκαράς») … Dictionary of Greek
κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… … Dictionary of Greek
κωλοσούρτης — ο [κωλοσέρνω] 1. δυσκίνητος 2. (για όχημα) αργό, βραδυκίνητο … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek